ἀφικνουμένων

ἀφικνουμένων
ἀφικνέομαι
arrive at
pres part mp fem gen pl (attic epic doric)
ἀφικνέομαι
arrive at
pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)
ἀφικνέομαι
arrive at
pres part mp fem gen pl (attic epic doric)
ἀφικνέομαι
arrive at
pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάντοθεν — Α και πάντοθε, ΝΜΑ επίρρ. από όλα τα μέρη, από παντού («ὁ... λιμὴν ἔγεμε πλοίων καὶ ἐμπόρων ἀφικνουμένων πάντοθεν). [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. θε* / θεν] …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”